- τόρνου
- τόρνοςcarpenter's tool for drawing a circlemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
ROTUNDUM Vestimentum — Veteribus dicitur, quod angulos non habet; fignisicat autem angulus in veste partem extremam vestis, ubi aperta est, quaein acumen desinit, tam in ima vestis ora, quam in summa, cuiusmodi anguliin vestibus quadratis conspicui. Quae itaque circa… … Hofmann J. Lexicon universale
TERES — I. TERES fil. Sitalcis, Thracum Regis ab Atheniensibus civitate donatus. Vide Aristoph. Acharn. Act. 1. Sc. 4. II. TERES formositatis vocabulum. Petronius, Moles, teretes, Deliaci manu recisi. Horatius, Epod. 11. v. 27. Sed alius ardor, aut… … Hofmann J. Lexicon universale
γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… … Dictionary of Greek
τορναδόρος — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στον χειρισμό τού τόρνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. tornidor < τόρνος] … Dictionary of Greek
τορνευτής — ο, ΝΜΑ [τορνεύω] τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος μσν. δημιουργός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης» … Dictionary of Greek
τόρνευμα — το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν [τορνεύω] νεοελλ. 1. η τόρνευση, το τορνάρισμα 2. το αποτέλεσμα τού τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο μσν. αρχ. στον πληθ. τὰ τορνεύματα τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα αρχ. η περιστροφική κίνηση τού… … Dictionary of Greek
βερβερίδα — (berberis). Γένος θάμνων της οικογένειας των βερβεριδών, με 160 είδη. Είναι φυτά του βορείου ημισφαιρίου και την Ινδίας, από τα oποία σπουδαιότερο είναι η β. η κοινή, ύψους 1 2,5 μ. με βλαστούς λεπτούς, γεμάτους αγκάθια, που προέρχονται από τη… … Dictionary of Greek